θεοκαρβουνόκαυτος

θεοκαρβουνόκαυτος
-η, -ο
κατακαμένος, καταραμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + κάρβουνο + -καυτός (< καίω), πρβλ. δυσκολό-καυτος, ολό-καυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”